- πλουτίζω
- πλουτίζω, πλούτισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πλουτίζω — make wealthy pres subj act 1st sg πλουτίζω make wealthy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίζω — ΝΜΑ [πλούτος] κάνω κάποιον πλούσιο νεοελλ. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω αρχ. μέσ. πλουτίζομαι αποκτώ πλούτο, γίνομαι πλούσιος … Dictionary of Greek
πλουτίζω — πλούτισα 1. μτβ., κάνω κάποιον πλούσιο: Και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω (δημ. τραγ.). 2. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω: Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο και πλουτίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουτίζεσθε — πλουτίζω make wealthy pres imperat mp 2nd pl πλουτίζω make wealthy pres ind mp 2nd pl πλουτίζω make wealthy imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίζετε — πλουτίζω make wealthy pres imperat act 2nd pl πλουτίζω make wealthy pres ind act 2nd pl πλουτίζω make wealthy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσει — πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd sg (epic) πλουτίζω make wealthy fut ind mid 2nd sg πλουτίζω make wealthy fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσουσι — πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd pl (epic) πλουτίζω make wealthy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλουτίζω make wealthy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσουσιν — πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd pl (epic) πλουτίζω make wealthy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλουτίζω make wealthy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσω — πλουτίζω make wealthy aor subj act 1st sg πλουτίζω make wealthy fut ind act 1st sg πλουτίζω make wealthy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσῃ — πλουτίζω make wealthy aor subj mid 2nd sg πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd sg πλουτίζω make wealthy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)